φοβερῆς

φοβερῆς
φοβερός
fearful
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αινομανής — αἰνομανὴς ( οῡς), ὲς (Μ) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση φοβερής μανίας, παραφροσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + μανὴς < ἐμάνην, μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ατρεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Αδελφός του ήταν ο Θυέστης. Τα δύο παιδιά, με τη συνεργασία της μητέρας τους, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο, γιο του Πέλοπα από τη νύμφη Αξιόχη. Ύστερα από αυτό, ο Πέλοπας τα… …   Dictionary of Greek

  • Πετσενέγοι ή Πατζινάκες — Τουρκική φυλή. Οι Π. κατοικούσαν στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και στους πρώτους αιώνες μ.Χ. ξεχύθηκαν μαζί με τους Ούννους στα Δ, πλημμυρίζοντας τη δυτική Ασία και τη νότια Ρωσία. Τον 5o αι. απείλησαν να κατακλύσουν ολόκληρη την Ευρώπη. Μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”